- γλινώνω
- 1. μετ. смазывать жиром;2. αμετ. см. γλινιάζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλινώνω — [γλίνα] 1. αλείφω με γλίνα κάτι 2. προσθέτω γλίνα στο μαγείρεμα 3. (για έδαφος) γίνομαι γλιστερός … Dictionary of Greek